Σάββατο

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ





Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτον, θάνατον πατήσας και της εντισμνήμασης
ζωή χαρισάμενος…



βασιλιά μου
σε ευχαριστώ που ανέστησες τη νεκρή ψυχή μου
την έκανες λευκό περιστέρι, να πετά ελεύθερη
μέσα στην αμόλυντη αγάπη του πατέρα θεού
και να είσαι ο Ιωσήφ μου, ο αληθινός πατέρας
που οδηγεί το παιδί του χωρίς πρέπει και μη
στο δρόμο της αναλαμπής..

Παρασκευή

Η ΕΙΣ ΑΔΟΥ ΚΑΘΟΔΟΣ




Ότι και Χριστός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεώ, θανατωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι
εν ω και τοις εν φυλακή πνέυμασι πορευθείς εκήρυξεν
απειθήσασι ποτε, ότε απεξεδέχετο η του θεού μακροθυμία εν ημέραις Νώε κατασκευαζομένης κιβωτού, είς ην ολίγαι,
τουτ’ έστιν οκτώ ψυχαί διεσώθησαν δι’ ύδατος

Πέμπτη

Η ΣΤΑΥΡΩΣΗ


και ελθόντες εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά,
ο έστι λεγόμενος κρανίου τόπος
έδωκαν αυτώ πιείν όξος μετά χολής μεμιγμένον και
γευσάμενος ουκ ήθελε πιείν
σταυρώσαντες δε αυτόν διεμερίσαντο τα ιμάτια αυτού βάλοντες κλήρον











Τετάρτη

Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ




Του δείπνού σου του μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνών με παρέλαβε, ού μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριον είπω,ου φίλημά σοι δώσω καθάπερ ο Ιούδας, αλλώς ο ληστής ομολογώ σοιμνήσθητι μου, Κύριε,όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου.
-----------------------------------------

Κατά τη διάρκεια του μυστικού δείπνου ο Ιησούς πήρε το ψωμί, το έκοψε, και έδωσε στους Αποστόλους του λέγοντας: “Πάρτε αυτό και φάτε, τούτο είναι το σώμα μου. Κατόπιν πήρε ένα ποτήρι κρασί και το πρόσφερε στους Αποστόλους: “Πιείτε από τον οίνον αυτόν, όλοι σας. Γιατί αυτό είναι το αίμα μου, το αίμα που θα συγχωρέσει τις αμαρτίες σας. Σας λέω, δεν θα πιω ποτέ πάλι από αυτά τα φρούτα της αμπέλου μέχρι εκείνη την ημέρα που θα σας συναντήσω στο βασίλειο του πατέρα μου.”

Τρίτη

ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ



Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,την σην αισθομένη θεότητα, μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν,οδυρομένη, μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.Οίμοι! λέγουσα, ότι νυξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας,ζοφώδης τε και ασέληνος, έρως της αμαρτίας.Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων,ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρκάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας,ο κλίνας τους ουρανούς, τη αφάτω σου κενώσει.Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας,αποσμήξω τούτους δε πάλιν, τοις της κεφαλής μου βοστρύχοιςων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν,κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.Αμαρτιών μου τα πλήθη, και κριμάτων σου αβύσσους,τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου;Μη με την σην δούλην παρίδης, ο αμέτρητον έχων το έλεος
-------------------

Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου, και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου· αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.

Δευτέρα

ΟΙ ΔΕΚΑ ΠΑΡΘΕΝΕΣ




Τότε ο κύριος τους είπε για τη βασιλεία των ουρανών,

Και την παραβολή με τις δέκα κοπέλες που πήραν τα λυχνάρια τους και βγήκαν για να προϋπαντήσουν το γαμπρό που ερχόταν.

Οι πέντε απ’ αυτές ήταν μυαλωμένες, οι άλλες πέντε ήταν επιπόλαιες. Αυτές οι ασυλλόγιστες, αφού πήραν τα λυχνάρια τους, ξέχασαν να πάρουν μαζί τους και λάδι, οι γνωστικές όμως πήραν.

«Επειδή αργούσε να έρθει ο γαμπρός, νύσταξαν όλες και κοιμήθηκαν. Κατά τα μεσάνυχτα όμως ακούστηκε δυνατή φωνή να λέει: Να, έρχεται ο γαμπρός. Βγείτε να τον προϋπαντήσετε.»

Τότε σηκώθηκαν όλες οι κοπέλες και τακτοποίησαν τα λυχνάρια. Οι άμυαλες είπαν στις μυαλωμένες: Δώστε μας από το λάδι σας, γιατί θα σβήσουν τα λυχνάρια μας.

Αλλά οι φρόνιμες αποκρίθηκαν: Δεν μπορούμε να σας δώσουμε, γιατί μπορεί να μη φτάσει και για μας το λάδι, πηγαίνετε ν’ αγοράσετε.

Ενώ όμως εκείνες πήγαιναν ν’ αγοράσουν, έφτασε ο γαμπρός και οι κοπέλες που ήταν έτοιμες μπήκαν μαζί του στο γάμο και έκλεισε η πόρτα.

Ύστερα από λίγο έφτασαν και οι άλλες και έλεγαν: Κύριε, άνοιξε μας.

Αυτός όμως αποκρίθηκε και είπε: Αλήθεια δε σας γνωρίζω.


«Προσέχουμε λοιπόν, και φροντίζουμε να είμαστε πάντα έτοιμοι. Δε μπορούμε να ξέρουμε την ημέρα ούτε την ώρα, που θα έρθει ο Υιός του ανθρώπου.»